Περνούσε ο καιρός, και η Ψυχή εξακολουθούσε να προκαλεί θαυμασμό και λατρεία. Όμως, κανείς δεν την ερωτεύτηκε, κανείς δεν ζήτησε να την παντρευτεί. Απελπισμένοι οι γονείς της πήγανε στο Μαντείο των Δελφών• και ο Απόλλωνας, βαλτός από τον Έρωτα, έδωσε τον τρομερό χρησμό του: «η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού• ο άντρας της ζει σ’ ένα ψηλό βουνό. Είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί».
Ποιος θα μπορούσε να αγνοήσει τα λόγια του θεού; Μέσα σε ατμόσφαιρα πένθιμη, ο λαός συνόδεψε με θρήνους τη νύφη στην κορυφή του βουνού και την άφησε εκεί μόνη της. Ενώ εκείνη περίμενε κλαίγοντας , ο Ζέφυρος τη σήκωσε απαλά από τη γη και την πήγε σε μια ανθισμένη κοιλάδα. Η κόρη είδε μπροστά της ένα λαμπρό παλάτι. Γοητευμένη, ακούει μια φωνή να της λέει πως αυτό θα ήταν το σπίτι της από δω και πέρα.
Αργά τη νύχτα, έφτασε και ο κύριος του παλατιού• η Ψυχή δεν μπορούσε να τον δει. Έγειρε δίπλα της κι άρχισε να της μιλάει τρυφερά κι εκείνη δεν φοβόταν πια. Ήξερε πως ο άντρας της ήταν εκείνος που χρόνια περίμενε και ονειρευόταν. Κι ας ήταν τέρας.
Πέρασε καιρός και η Ψυχή άρχισε να νιώθει νοσταλγία για τους δικούς της. Ζήτησε από τον άντρα της να της επιτρέψει να δεχτεί τις δυο της αδελφές για να τους δείξει πόσο ευτυχισμένη ήταν. Εκείνος απλά την προειδοποίησε για τον κίνδυνο που έκρυβε κάτι τέτοιο. Αλλά δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί πολύ στα δάκρυα της και υπέκυψε. Την έβαλε να του υποσχεθεί πως, ό,τι κι αν γινόταν, δεν θα επιχειρούσε ποτέ να τον δει. Έτσι, ο Ζέφυρος έφερε στο παλάτι τις δύο αδελφές της Ψυχής. Η χαρά για την ευτυχία της δεν άργησε να μετατραπεί σε ζήλια• κι όταν έμαθαν ότι δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της, βρήκαν τον τρόπο να καταστρέψουν αυτήν την ευτυχία. Της θύμισαν τον χρησμό και την έπεισαν ότι το αποκρουστικό τέρας δεν θ’ αργούσε να την σκοτώσει: «Σκότωσέ τον πρώτη εσύ• πάρε αυτό το μαχαίρι κι όταν κοιμηθεί κάρφωσέ το στην καρδιά του».
Έφυγαν. Εκείνη πάλευε με τους φόβους της και με την αίσθηση ότι δεν μπορεί να ήταν αληθινά τα λόγια τους. Ξεχνώντας τις προειδοποιήσεις του και τις υποσχέσεις της, περίμενε ν’ αποκοιμηθεί. Ύστερα πήρε ένα λυχνάρι και το μαχαίρι και έσκυψε από πάνω του, αποφασισμένη να τον σκοτώσει. Αντί όμως για το αποκρουστικό τέρας είδε τον ομορφότερο από τους θεούς. Το μαχαίρι της έπεσε από τα χέρια και μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι πέφτει πάνω στο θεό και τον ξυπνάει και χωρίς να πει λέξη πέταξε έξω από το παράθυρο. Φεύγοντας της λέει «Έτσι λοιπόν ανταποδίδεις την αγάπη μου; Η μοναδική σου τιμωρία είναι ότι ποτέ πια δεν θα με ξαναδείς: η αγάπη δεν μπορεί να ζήσει με την καχυποψία». Κι έφυγε.
Τα παρακάλια και το κλάμα της Ψυχής δεν τον λύγισαν. Το παλάτι και η ανθισμένη κοιλάδα εξαφανίστηκαν και η Ψυχή απόμεινε μόνη της σ’ έναν έρημο τόπο.
Τον είχε προδώσει. Τα είχε χάσει όλα. Μία ζωή χωρίς τον Έρωτα όμως δεν μπορούσε να ζήσει. Γύρισε όλον τον κόσμο αναζητώντας τον. Μέρες και νύχτες περπατούσε , το σώμα της γέμισε πληγές• αλλά δεν την ένοιαζε. Ήθελε μόνο να τον βρει, να τη συγχωρέσει, κι αν όχι, να της χάριζε τουλάχιστον τον θάνατο. Κάποτε έφτασε σ’ έναν ναό της θεάς Δήμητρας και σκέφτηκε ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της. Η θεά συγκινήθηκε από τις προσευχές της δύστυχης κοπέλας και τη συμβούλεψε να πάει στην Αφροδίτη να ζητήσει συγχώρεση .
Η Ψυχή ακολούθησε τη συμβουλή. Η Αφροδίτη τη δέχτηκε αλλά μιλώντάς της με περιφρόνηση της είπε πως αν θέλει να κερδίσει τον Έρωτα θα πρέπει να περάσει αρκετές δοκιμασίες. Την οδήγησε σε μια αποθήκη και τη διέταξε να ξεχωρίσει ένα τεράστιο σωρό από σπόρους μέχρι το βράδυ. Η Ψυχή άρχισε να κλαίει με απόγνωση. Τα μυρμήγκια την άκουσαν, τη λυπήθηκαν και πριν βραδιάσει, η διαταγή της Αφροδίτης είχε εκτελεστεί.
Η δεύτερη δοκιμασία δεν ήταν λιγότερο δύσκολη. Η θεά έδειξε στην Ψυχή τις όχθες ενός ποταμού όπου έβοσκαν χρυσόμαλλα πρόβατα. Ήθελε λίγο από το πολύτιμο μαλλί τους. Τα καλάμια της ψιθυρίζουν πως αφού πιουν τα πρόβατα νερό θα μπορούσε έπειτα να μαζέψει το μαλλί που θ’ απέμενε στα κλαδιά των γύρω θάμνων.
Όμως ούτε το χρυσό μαλλί ήταν αρκετό για να κατευνάσει τη μανία της Αφροδίτης. Δίνει στην Ψυχή ένα άδειο κουτί και τη διατάζει να πάει στον Άδη, στην Περσεφόνη και να της πει: «Η κυρά μου, η Αφροδίτη, σε παρακαλεί να της στείλεις λίγη από την ομορφιά σου, επειδή φροντίζοντας τον πληγωμένο γιο της έχασε ένα μέρος από τη δική της».
Απελπισμένη πια η Ψυχή κίνησε για τον κόσμο του Ερέβους. Και πάλι, μια φωνή την καθοδήγησε πώς θα βρει το δρόμο για το βασίλειο του Πλούτωνα και πώς θα περάσει με ασφάλεια από τον Κέρβερο• και τη συμβούλεψε να μην ανοίξει για κανένα λόγο το κουτί που θα της έδινε η Περσεφόνη.
Η αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου δεν αρνήθηκε το αίτημα της Αφροδίτης, κι έτσι η Ψυχή πέρασε κι αυτήν τη δοκιμασία. Καθώς επέστρεφε όμως ξέχασε την τελευταία συμβουλή και άνοιξε το κουτί για να πάρει λίγη από την ομορφιά της θεάς ώστε να μην εμφανιστεί άσχημη μπροστά στον αγαπημένο της Έρωτα.
Το κουτί ήταν άδειο – ή τουλάχιστον η Ψυχή δεν είδε τίποτα. Αμέσως όμως πέφτει στα μισά του δρόμου, βυθισμένη σ’ έναν περίεργο ύπνο. Η Περσεφόνη είχε βάλει μέσα στο κουτί τον Ύπνο της Στυγός.
Όλον αυτόν τον καιρό, ο Έρωτας ήταν στο παλάτι της μητέρας του μέχρι να επουλωθεί πληγή του. Τη στιγμή που η Ψυχή υπέκυπτε στην περιέργειά της, εκείνος είχε πια ανακτήσει τις δυνάμεις του. Βρίσκοντας ένα παράθυρο μισάνοιχτο, πέταξε έξω για να βρει την αγαπημένη του, αφού του ήταν αδύνατο να μείνει μακριά της. Την είδε πεσμένη στο χώμα και την άγγιξε με την άκρη του αργυρού του βέλους: «Για άλλη μια φορά σε νίκησε η περιέργειά σου» της είπε• «ωστόσο, κάνε ό, τι είπε η μητέρα μου και θα φροντίσω εγώ τα υπόλοιπα».
Πράγματι, η Ψυχή παρέδωσε το κουτί στην Αφροδίτη ενώ ο Έρωτας πήγε στον Δία και ζήτησε τη μεσολάβησή του. Ο Ερμής έφερε την Ψυχή στον Όλυμπο, ενώπιον των θεών και της προσέφερε ένα ποτήρι αμβροσία, λέγοντας: «Πιες το, Ψυχή, και θα γίνεις αθάνατη• ο Έρωτας ποτέ δεν θα φύγει από σένα και οι γάμοι σας θα είναι αιώνιοι».
Έτσι μετά από λάθη και δοκιμασίες η Ψυχή ενώθηκε για πάντα με τον Έρωτα κερδίζοντας το δώρο της αθανασίας. Έζησαν για πάντα μαζί κι έκαναν μια κόρη, την Ηδονή.